της ψυχης

της ψυχης

Ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο....

ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο, με υποβρύχιες ανησυχίες...

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Pharus

φτηνα ανόητα τραγούδια
κι ο άκρατος του εφήμερου
ο ενθουσιασμος
τάϊσα με τα ψέμματα
τριανταδυό αγγελούδια
στο πέτο τα καρφίτσωσα
παράσημα, κι αφόρητος
διαβόλου πειρασμος

ξενύχτια που στοιχειώσανε
στου πειρατη το κούτελο
σημαδοσκορπισμένα
άστεγα και ξυπόλητα
με τις ευχες μαλώσανε
και ρίξανε τα δίχτυα τους
ρηχα, αγαπησιαρικα
και χιλιομπαλωμένα

σελιδες ασπρες άστιχτες
κι η εξαψη της εμπνευσης
στιγνη μαρμαρυγη
κι αλήθειας κολαστήριο
μ´ άχραντο αίμα βάφτηκες
κι έχασες το γοβάκι σου
πολυ πριν τα μεσάνυχτα
σε άτακτη φυγη

κρασι γλυκο, νερο ζεστο
κι αγριο στο καταρτι μου
φωλιαζει ενα πουλι
απ το στερνο το κοιτασμα
χορεύοντας αντικρυστο
τρυγάει το ακατόρθωτο
το τελευταίο φιλι

προπαίδεια της κόλασης
και στου παράδεισου το ναι
το γιώτα τσακισμένο
κατάσαρκο πουκάμισο
η ένδεια της απόστασης
κι ένα αναπάντητο γιατι
στο όχι κρεμασμένο

μούσα μου, φως και σύνορο
στο νήμα του εσπερινου
φεγγάρι περιμένω
έταξα άγιο πρόσφορο
μ' απόσταγμα απ' τ' όνειρο
κρατάω τον φάρο της ψυχης
για πάντα αναμμένο






χαρισμένο και σε όσους
σε πείσμα των καιρων
κρατάνε αναμμένους τους φάρους...




μικρη σημείωση: τούτο εδω δεν αντικατοπτρίζει παρούσα κατάσταση
είχε ξεκινήσει καιρο, απ τα δύσκολα, βγήκε πρόσφατα κι έτσι που το κοιτούσα
μου φάνηκε πως έπρεπε να τ'ανεβάσω... :)
.

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

τραγουδάκι



εμένα με φτάνει μια σελίδα
δυο τρεις γραμμες και πέντε λέξεις
πλέκεις τα σύμφωνα με σπάγγο για να παίξεις
σε μένα πιάνει ένα τραγούδι
πέντε έξη νότες κι ένας τόνος
κάνεις σαϊτες παρτιτούρες, σου φεύγει ο χρόνος
μένα μου αρέσει ένα χρώμα
ένα μπουκάλι, ένα κρεβάτι
κρύβεις το κλάμα στο φιλι σου λείπει κάτι

εγω δεν έχω απορίες
φτιάχνω από ήλιο καραβάκια
και απο θάλασσες σκαρώνω δυο στιχάκια
πατάω σε σύννεφο κι αντέχει
τρέχω με ρόδες στα καντούνια
είμαι τρελλος και σαλτιμπάγκος από κούνια
νιώθω τα ναι σου και τα όχι
ψάχνω νερο και βρίσκω αλάτι
κι αν ξεδιψάω είναι που νιώθω αυτο το κάτι

στο κάτω κάτω της γραφης
ο ήλιος πάλι θ'ανατείλει
απτόητος και συνεπης
στο καναβάτσο να με στείλει
γιατι ειν’ η νυχτα μου μικρη
το παραμύθι είναι μεγάλο
κι εκει την ύστατη στιγμη
το αύριο στοίχημα θα βάλω

δολώνω αίμα πιάνω κύμα
κλεινω το φως σε δυο αράδες
είναι τα μάτια σου γαλάζιες Συμπληγάδες
μένα με τρέφει η αλήθεια
μια σπιθαμη φωτιας με ντύνει
στο παρανάλωμα της νύχτας με αφήνει
εγω δεν μοιάζω του καθρέφτη
κι ό,τι ονειρεύτηκα χαρίζω
κι ότι γκρεμίζεται πρωι βράδυ το χτίζω

έχω για φίλο ένα τριζόνι
πρόσφυγα απ το καλοκαίρι
που το αφήνω να μου μασουλάει το χέρι
μένα με φτάνει μια ιδέα
ένα σπιθούρι από ρύζι
για να θεριέψει το φιλι κι ήλιο ν αγγίζει
άλλα μου φτάνουν, κι άλλα όχι
κι άλλα η καρδια υπαγορεύει
κι ό,τι σκορπίστηκε η αγάπη το μαζεύει

στο κάτω κάτω της γραφης
ο ήλιος πάλι θ'ανατείλει
απτόητος και συνεπης
στο καναβάτσο να με στείλει
γιατι ειν’ η νυχτα μου μικρη
το παραμύθι είναι μεγάλο
κι εκει την ύστατη στιγμη
το αύριο στοίχημα θα βάλω




τα δύσκολα δεν βγαίνουν...
αυτο γεννήθηκε σα νερο...

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

iter (extremum?)



πάλεψα με τους δαίμονες, να χτίσω αναμνήσεις
φωτια πιάσαν τα σύνεργα, η θάλασσα γυαλι
κι απ' ότι ονειρεύτηκα, εσένα πιο πολυ
λαχτάρισα να εντυπωθεις εκει και να μην σβύσεις

τσιμπάει κεντρι το φίλημα κι ο ύπνος κλέβει μέλι
κι ο εφιάλτης γίνεται φίλος και αδερφος
κρεμάω να στεγνώσουνε τα λόγια σου στο φως
δεν είμαι 'γω που προσπαθω, είν' η ζωη που θέλει

βγάζω ζουμι από δίφθογγο κι ουσία από βράχο
αλάτι από θάλασσα, φωτια απ’το νερο
με σκόνη από το τίποτε να πορευτω μπορω
μα στο ταξίδι πού ‘ταξα καράβι θέλω νά ’χω

ένα καρτίνι μάρκαρα στου χρόνου την πυξίδα
και κρέμασα στη γέφυρα το άχρηστο κλειδι
σκότωσα και ανάστησα το μέσα μου παιδι
μα εκει βαθεια στα μάτια σου, πάλι μισο με είδα

αφήνω στο περβάζι σου, νυστέρι και ψαλίδι
αψέντι γι αναισθητικο κι ανάσα για φιλι
κάβοι οι μπούκλες, μέσα μου ριζώσανε πολυ
κόβεις, φιλάς μία φορα, και φεύγω για ταξίδι



.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Βόσπορος

χαρα μου καλορίζικη
κι ανάσα πελαγίσια
πέφτω απ' τα βράχια να σωθω
και πιάνομαι σε ξέφτι
εκεί που λέω θα πνιγω
το κύμα με λυπάται
στην αγγαλια σου να χαθω
καλύτερο μου πέφτει

μαργαριτάρι μου ακριβο
μεσ' την καρδια του βράχου
γυρνάει ο κόσμος με ορμή
κι εγω χορο δεν ξέρω
μπερδεύονται τα πόδια μου
σε χρυσαφένιες μπούκλες
μιας Συβαρίτισσας κορμι
λατρεύω κι υποφέρω

παλεύει ο Ήλιος να λυθει
θάλασσα να φιλήσει
μα εσυ, γυμνη στην κουπαστη
βγάλε φωνη και θ'ακουστει
κι ο άρχοντας Ηλιάτορας
μ'ένα μονάχα του φιλι
τα μάγια θα τα λύσει

καημε μου ωκεάνιε
και αίμα μου στη φλέβα
κλέβει ο χρόνος μια στιγμη
και τρεις μας επιστρέφει
στο χάσιμο του ορίζοντα
στο λέω να το θυμάσαι
δεν θέλει η αγάπη αφορμη
τη μοίρα μας να τρέφει

μάτια μου αφροστόλιστα
κι αγρίμι του βυθου μου
τάζω στου ανέμου τα πανια
Βυζαντινο χρυσάφι
του Βόσπορου ρακόμελο
κλάμα του Αργοναύτη
γεννήθηκα εικοσιεννια
τότε που η Πόλη εχάθη

θεριεύει ο Ήλιος να λυθει
θάλασσα να ανταμώσει
μα εσυ, γυμνη στην κουπαστη
τραγούδησε και θ'ακουστει
κι ο άρχοντας Ηλιάτορας
μ'ένα μονάχα του φιλι
καράβι θ'αρματώσει...







το ξεκίνησα όταν αντίκρησα το Βόσπορο
την περασμένη Πέμπτη, η φωτογραφία απο κει
τέλειωσε πριν λίγο, αφιερωμένο...



.

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

όνειρα

Βουλιάζουνε τα όνειρα, τυλιγμένα σ'άσπρο σεντόνι.
Σε καραβόπανο, φθαρμένο απ' τον ήλιο, τη βροχη κι απ' την ακατάπαυστη φλυαρία του αέρα. Κι έπειτα αναδύονται πάλι. Ξαπλώνουνε νωχελικα στα καταστρώματα και στεγνώνουν από την υγρη τους υπόσταση. Κι έτσι, απαλαγμένα από το περιττο βάρος, ανυψώνονται γεμάτα ζεστα, αέρινα τίποτε. Μέχρι να τα προλάβει πάλι η βροχη και να τα μουσκέψει με την αλαζονικη της τρυφερότητα. Κι έτσι, πλήρη ματαιοδοξίας, πέφτουν στα ξέσκεπα κρανία όσων αψηφουν τις ενδείξεις στα σύννεφα. Σαν εφαλτήριοι εφιάλτες, σπρώχνουν τους καταδικασμένους στην άκρη της σανίδας δεμένους πισθάγκωνα. Με τα σκυλόψαρα να καραδοκουν κάτω απ το κύμα, δεν είναι παληκαρια η παράδοση. Ποτε δεν είναι σίγουρο ότι τα περαστικα δελφίνια θα προλάβουν. Μα και σε κείνους, που υποψιασμένοι περπατουν κοιτάζοντας ψηλα, ρίχνονται σαν πετρογέρακα και χαστουκίζουνε τον έμμετρο εγωισμο τους. Βουλιάζουνε τα όνειρα, τυλιγμένα σε φτηνο, φθαρμένο καραβόπανο. Κι η αξία τους, λίγα γραμμάρια ψυχης. Και συνεχίζουν να αναδύονται, να εξατμίζονται, ν'ανακυκλώνονται σε μια αέναη αλληλουχία. Και το καθένα τους περιέχει μέσα του κομμάτια απ τις προηγούμενες διαδρομες. Δεν γεννάμε τα όνειρα. Εκείνα είναι που μας γεννάνε. Που μας προσδιορίζουν καθημερινα. Καμμια φορα, είναι τόσο ανάλαφρα, που ξεμυτάνε απ τα σάβανα και διαχέονται στη θάλασσα και στον αέρα. Χαϊδεύουνε κορμια και εισπνέονται από αχόρταγα ρουθούνια. Κι ω της γαλήνης απαντοχη... Παίρνουνε σάρκα και ψυχη και καρδια. Ζούνε σαν κοινοι θνητοι ανάμεσά μας κυνηγώντας την εκπλήρωσή τους. Κι οι τυχεροι, βαδίζουνε για λίγο δίπλα τους. Συχνωτίζονται κι αν αντιληφθουν την ύπαρξή τους τότε τριβελίζονται. Αγωνιουν, ιδρώνουν και ματώνουν να τα προλάβουν. Να τα κλειδώσουν. Ότι δεν παραδέχονται, πως σε κάποια στροφη του λεπτοδείκτη θα εξατμιστούν κι αυτα. Γιατι έτσι είναι η φύση των ονείρων. Και όμορφων και άσχημων. Είτε από εκπλήρωση, είτε από μοναξια, θα χαθούνε. Τα όνειρα δεν τα γεννάμε. Κείνα μας ζωοδοτούνε, μας κατακλύζουνε, μας σημαδεύουν. Δεν τα διαλέγουμε τα όνειρα. Εκείνα φυλλομετράνε τα ρολόγια ώσπου να έρθει η ώρα του καθενός μας. Κι αντάλλαγμα ζητάνε λίγα δράμια ψυχης. Δεν έχει προστασία απ τα όνειρα. Μήτε κι ανοσία. Μοναδικη μας κι άφθαρτη εξουσία πάνω τους, μοναχα ετούτη: Να διαλέξουμε σωστα με ποιους θα τα μοιραστούμε!














.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

απλα λέξεις...




λέξεις απλές
χρωματιστα ριγμένες σε καμβάδες
λουσμένες φως σαν εξωκκλήσι στις Κυκλάδες
όταν τις λες

λέξεις γυμνες
στριφογυρνάνε ιδρωμένες στο κρεβάτι
κανουν τη νύχτα στου κορμιου σου το παλάτι
επιδρομες

είναι τα λόγια σήμαντρα και τραίνα
καράβια κόκκινα, ανάσες της φωτιας
όταν τα λες σ'εκείνον που αγαπάς
φιλιούνται κύματα με βράχια αναμμένα


λέξεις κρυφες
που σε παράξενα ταξίδια ανταμώνουν
και τριβελίζουνε και κλαίνε και θυμώνουν
που δεν τις λες

λέξεις βαριες
άσπρες κολώνες που ακουμπάει ο Παρθενώνας
φιλια ανάλαφρα απ'τα χείλια της Γοργόνας
όταν τις θες

είναι τα λόγια σήμαντρα και τραίνα
καράβια κόκκινα, ανάσες της φωτιας
όταν σ'ακούει εκείνος που αγαπάς
φιλιούνται κύματα με βράχια αναμμένα











:)




.

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

γυμνο



ψάχνω να βρω καινούργιες λέξεις
για να κεράσω τα βουνα
να πω, στον ήλιο έλα να παίξεις
σύννεφο μη νοιαστεις να βρέξεις
κι έτσι ασημοστολισμένη
πλανεύτρα, βγες στα σκοτεινα

ψάχνω κρεβάτι από κοράλια
και στρώμα από φώσφορο
σταυρο στον τοίχο απ' αστράλια
κορμι να σφίγγει σαν τανάλια
σύντροφοι νά'ναι στο ταξίδι
στο μαγικο σου Βόσπορο

μπολιάζω νύχτα αστρομάνα
με χρυσογάλανα κλαρια
κι ανάβω δώδεκα κερια
κάτω απ' του Σείριου τη καμπάνα

ψάχνω της λήθης το μπουκάλι
με Βενετσιάνικο γυαλι
στης αστραπης την παραζάλη
μ' αψέντι να μεθύσω πάλι
να μπω στο μάτι του κυκλώνα
να σου κλαδέψω ένα φιλι

ψάχνω στου κεραυνου το σώμα
σπίθα από άγρια φωτια
να βρω της θάλασσας το χρώμα
πού'κλεψες και κρατας ακόμα
στα σωθικα φυλακισμένο
σε μια βουτια, σε μια ματια

μπολιάζω κύμα αγριεμένο
με γκριζογάλανα νερα
κι εκει, στη μάσκα την πλωρια
γυμνο δελφίνι περιμένω...







γυμνο, χωρις εικόνες

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

ναυσιπλοϊα

ανάποδο ετούτο το καράβι
με την τιμονιέρα στα σπλάχνα του
και τη μηχανη πάνω στη γέφυρα
ο καπετάνιος φτυαρίζει κάρβουνο
κι ο μηχανικος στην πλώρη γραδάρει
ανάποδα αναρτημένα και τα πανια
να πιάνουνε τον κόντρα άνεμο
κι η παντιέρα με τα μπαλώματα
στ' απόλυτο τέλος της πρύμης
καμαρώνει που κλείνει την παρέλαση
μονάχα εκείνη στη θέση της
το πλήρωμα στ'αμπάρια σφαλισμένο
κι η κουβέρτα μπογιατισμένη
σαν τα φρέσκο της capella sistina
ανάστροφο στέγαστρο
η τσιμινιέρα καπνίζει στη πλώρη
κι ο ιστος στη γάστρα
με βυθόμετρα αντι για ρανταρ
εκει που γουργουρίζει η προπέλα
έχει άγκυρα σιδερένια
αλλοπρόσαλο τούτο το καράβι
που ούτε η θάλασσα ξέρει
πως να το βουλιάξει
κι ο βυθος, ο αρχαίος,
ούτε που το θέλει για παρέα
τα φινιστρίνια στα ύφαλα χάσκουνε
κι η πυξίδα τρελλαμένη κατάπλωρα
δεμένη σαν γοργόνα του ακρόπρωρου
ημερολόγιο καταστρώματος...



σκουρια, στάχτη του μέταλου
σ' ανέμη τυλιγμένη
ο μπούσουλας σωπαίνει
και η πορεία μαχαιρια

δαγκώνει ο σκύλος το κουπι
και τ'άρμενο ξετρίζει
ποιος μέθυσε; ποιος βρίζει;
ποιος θέλει μπάρκο; να το πει

κάψα κι αγρύπνια του τρελλου
και γλώσσα σα στουπέτσι
σ'είχα ζαβώσει έτσι
στο χάσιμο του φεγγαριου

βουτάει η πλώρη να κρυφτει
δυσεύρετό μου αχείλι
στ'άσπρο μου το μαντήλι
τραχια αλμύρα έχει τριφτει

κύμα κλεισμένο σε γυαλι
και μάτια αστροφτιαγμένα
φιλια αφιονισμένα
κι η λαμαρίνα καίει πολυ

τεζάρει ο κάβος να σπαστει
κι απε να με τυλίξει
το φυλαχτο έχω κρύψει
στου Αλδεβαραν την κουπαστη









παλεύω μ'ένα άλλο ζόρικο,
μα μέχρι να το νικήσω
ας ανεβάσω αυτο το πρόχειρο
να μας κάνει παρέα...

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

ημερο-λόγια

κι εγω
ναι, εγω
που θέλησα ν'αφήσω
ίχνη
πρωτόχναρα
κι έβαλα τα χέρια μου στα κάρβουνα
και στις λάσπες
και τα μάτια μου τά'χα ακουμπησμένα σε χαλάσματα
να δω
να ξεμυτάνε τα βλαστάρια
απ τα πρώτα τα ανοιξιάτικα αγριόχορτα
εγω, που ήπια από πηγες στερεμένες
κι έπινα και δεν έπινα
ώσπου οι πηγες ξεγελιώντουσαν
κι αναβλύζανε
εγω σου λέω
που θέλησα νά'μαι στους πρώτους
που θ'ανακάλυπταν τα μυστικα
στις καλοκαιρινες τροχιες
που ερωτοτροπούσανε στις παραλίες
τότε που με γυμνα πόδια έγραφα πορείες
εγω, ναι,
εγω ο ίδιος
που ξόρκιζα
τις χειμωνιάτικες νύχτες
με φαντασμαγορικα πυροτεχνουργήματα
χρωμάτων υποψίες
και τσαλαπετεινους παραγεμισμένους άχυρα
εγω, πού 'βαλα πλάτη
να κρατήσω πόρτες ανοιχτες
και εξαγόρασα την ευδαιμονία των στιγμων
που ήταν φορες που δεν τρύγησα το αφρόγαλα
μόνο περίμενα με ανοιχτο το στόμα
την αλλοπρόσαλη υπεροχη
της τελευταίας σταγόνας να κοινωνήσω
εγω ο φαύλος
ο ανάξιος αγαπητικος της Θάλασσας
εγω που καβάλησα το κύμα
κι έδεσα το Μαϊστρο στη πρυμάτσα μου
που όργωνα
έσπερνα
πότιζα
κι άφηνα το θέρος γι άλλους
που τ' αναφιλητο των σκουριασμένων χορδων της έμπνευσης
το έκανα διθύραμβο
που έγραφα στο σύννεφο
κι είχα μελάνι κύμα
εγω, που έφτιαξα
και λάτρεψα θεους
μόνο για να πατήσω στους όρκους τους
και να δω ψηλότερα
που έπεσα και σηκώθηκα πάλι
εγω ο ίδιος,
που περιγελούσα τα σημάδια μου
το σκοτάδι
το σκόρπισμα
και φυλούσα δυνάμεις
για το απρόοπτο της ξαφνικης νεροποντης
που πάλεψα σε άνισους αγώνες
κι έχασα
μόνο για να δω τη σημασία της ανατροπης
που γύρισα θάλασσες
με τό'να πόδι στο δελφίνι
και τ' άλλο στον καρχαρία
που αψήφισα τη σκοτεινια του βυθου
και κείνος μ' αντάμειψε με μαργαριτάρια
εγω που βρήκα εδέσματα σε σκουπιδότοπους
κι απαρνήθηκα τα τραπέζια με τα κρυστάλλινα ποτήρια
που δεν φοβήθηκα ποτε τη μοναξια
που την έφτυσα στο πρόσωπο
που λάτρεψα το μπλε και το χρυσο και το κόκκινο και το μαύρο
που τραγούδησα φάλτσα στις συναυλίες
που γκρέμισα σύμβολα
απομυθοποίησα είδωλα
πόνεσα
τραυμάτησα
σημάδεψα και σημαδεύτηκα
έκλαψα
γέλασα
ένιωσα και μ'ένιωσαν
έσωσα και σώθηκα
χάθηκα
βρέθηκα
φίλησα και φιλήθηκα
πρόδωσα
προδόθηκα
έγραψα
ξέγραψα
αγάπησα...

τώρα, ακουμπησμένος με τους αγκώνες
στα κάγκελα του μώλου
δεν περιμένω καράβια
δεν έχω ανάγκη ημερολόγια
αυτο το ταξίδι
το καλύτερο
μονάχα μέσα σου θέλω να το κάνω!



Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

ονειροκρίτης

κλειστα τα μάτια
παράπετα βουβης ευχης
στ'άδυτο λίκνο μιας σπουδαίας αμυχης
το μπλε, κομμάτια

μην το ζορίζεις
στον ύπνο του μεσημεριου
χορεύει η μέλισσα στη φλόγα του κεριου
και δεν τ'ορίζεις

κλωστη κι ανέμη
στον αργαλειο παραμυθιου
μπλέχτηκε η σμέρνα στο σεντόνι του διχτυου
κι η βάρκα τρέμει

φωτια και αίμα
το ναι σημαία στον ιστο
κι αν απ' το άνισο στιχάκι κρεμαστω
θα είναι ψέμα

κλειστα τα μάτια
σαν παραπέτα στην ψυχη
μια χούφτα σύννεφο γκρινιάζει με βροχη
το μπλε, κομμάτια...





Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

bellum!

...Όταν τελείωνε η μάχη, τραβούσε ολόϊσια για το αυτοσχέδιο υπαίθριο νοσοκομείο. Μια στιγμη μόνο στεκότανε στο πεδίο για να ρουφήξει τη χαρα της νίκης ή την θλίψη μιας ήττας. Ψυχομέτραγε το αποτέλεσμα κι έπειτα γραμμη για τους τραυματίες. Δεν του άρεσε αυτη η νηνεμία του τέλους. Στα φορητα ράντζα και κατάχαμα σε κουβέρτες κοίτωνταν οι πληγωμένοι. Οι φωνες και τα παραπονεμένα τους αγκομαχητα γινόντουσαν καταλύτης στις σκέψεις που φτεροκοπάγανε. Ήτανε το διάλλειμα πριν την επόμενη πορεία. Φοβόταν πως αν έμενε στο ματωβαμμένο αλώνι θα αφομοιωνόταν με τους χαμένους. Νίκη ή ήττα δεν είχε σημασία. Θα έφευγε μαζι τους. Η θέα των ζωντανων που ακόμα παλεύανε τον κρατούσε σε επαγρύπνηση. Τού 'δινε σκοπο. Μονάχα πριν φτάσει εκει στεκότανε λίγο και έψαχνε τις τσέπες του. Αν όλα ήταν εκει. Τσιγάρα, σπίρτα, μια μισοφαγωμένη σοκολάτα στρατιωτικη, με πικρη γεύση, οι σημειώσεις του, ένα δαγκωμένο στην πάνω μερια μολύβι, το κομπολόϊ με τις λειψες χάντρες, δυο κέρματα στη δεξια τσέπη, ο σταυρος του. Έψαχνε μην είχε πληγωθει χωρις να το καταλάβει. Σκονισμένος άλλοτε κι άλλες φορες λασπωμένος, έφερνε βόλτα ανάμεσα στους ξαπλωμένους. Φωτογράφιζε κι έπειτα εμφάνιζε στο σκοτεινο θάλαμο του μυαλου του τις σκηνες. Αποτραβιότανε μετα σε μιαν άκρη κι άναβε τσιγάρο. Όποιος τον κοιτούσε ικετευτικα στα μάτια του το κέρναγε. Στεκότανε ακίνητος. Καθισμένος με τα χέρια να κρέμονται στα γόνατα. Κανεις δεν τού 'δινε σημασία μέσα στη θάλασσα απο βογγητα και στις στριγγες φωνες των γιατρων και των τραυματιοφορέων. Οι άλλοι κουβαλούσαν τα κορμια και τ' απόθεταν όπου έβρισκαν άδειο χώρο. Όσους είχαν φύγει για τα καλα τους στίβαζαν λίγο μακρύτερα να μην τους βλέπουνε οι πληγωμένοι και χάνουν το κουράγιο τους. Ήξερε μονάχα δυο προσευχες. Μια για να ευχαριστει και μια για να παρακαλάει. Τις μπέρδευε. Ήξερε τραγούδια αλλα δεν τα θυμόταν τώρα. Στα προεόρτεια της μάχης, τα σιγομουρμούραγε. Στην ένταση της προετοιμασίας ένιωθε κείνο το κάψιμο στα χέρια, το σφίξιμο στο στομάχι. Καμμια φορα δεν προλάβαινε κανεις να ετοιμαστει. Έπεφτε πανω τους η φωτια άξαφνα κι έτρωγε όσους δεν είχαν μάτια ανοιχτα, καρδια έτοιμη κι αυτια κεραίες. Έπρεπε ν' αψηφίσεις το κύμμα της λαύρας και να μπεις ίσια στο μάτι του πύρινου κυκλώνα. Όσοι στέκονταν να προασπίσουν θέσεις, τους κατάπινε ο καυτος στρόβιλος. Άντρες και γυναίκες αδιάκριτα. Πολλοι απ αυτους τώρα κοίτωνταν στο αυτοσχέδιο νοσοκομείο. Κι ο ίδιος είχε βρεθει στη θέση τους. Πάνω από μια φορα. Πριν προλάβει να πιάσει όπλο. Κι όλο πηγαινοέρχονταν οι πολεμιστες κουβαλώντας συντρόφους. Κι εκείνος, εκει στην άκρη ακίνητος. Να λογαριάζει την αψάδα της μάχης. Ν' αποζητάει την επόμενη. Ζωντανος.
Έβγαλε το τσαλακωμένο σημειωματάριο και το δαγκωμένο μολύβι κι έγραψε:

"Κυριακη. Το βράδυ έσκυψε απότομα και με φίλησε στην καληνύχτα πάνω. Δεν πρόλαβα ν' αντιδράσω. Πολέμησα να τ'ανταποδώσω. Μ'άφησε με μια δαγκωματια στα χείλια να πονάει. Και μ'ένα χαμόγελο. Έμεινα ώρα εκει να λογαριάζω τι κατάφερα να της σημαδέψω κι απόψε. Άναψα τσιγάρο. Η αγάπη είναι πόλεμος. Καλο ξημέρωμα φεγγαροκόριτσο. Αύριο πάλι..."








.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

ψιλα γράμματα

εσυ
που ευλογήθηκες τόσο ν'αγαπηθεις
κι ως θέλησες
ή όφειλες
ή ως ήσουνα ταγμένος
άφησες άμμο μέσα απ τα δάχτυλα
να φύγει η πνοη
δεν είναι κείνο πού 'χασες
που τώρα συλλογιέσαι
δεν είναι το κρίμα
η απώλεια
ούτε η ενοχη
μια κι ό,τι σου δόθηκε
χάρισμα ήτανε
χωρις συναλλαγη να απαιτει
δεν είναι κείνα τα σκορπισμένα μεσοκαλόκαιρα μέσα στο χειμώνα
δεν είναι ούτε καν ετούτα τα σημάδια
αυτα που τον ύπνο σου στερούνε
τόσο βάναυσα
είναι που ξέρεις την αλήθεια
πως λύτρωση ποτέ δεν θά 'χεις
αν κι εσυ όμοια δεν αγαπήσεις...








.

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

ναυαγοσώστης

σωσίβιο φτιαγμένο από φελλο
κι απο λινο πανι πετσέτες στη δεσπέντζα
βαρυ χαρμάνι που το φύλαγες καιρο
κι ένα χαμόγελο που έκαιγε τα δέντρα

απομεσήμερο κι ανάσα του βουνου
κι άγρια φύκια στη σκαλιέρα κρεμασμένα
ετούτο τ' άλικο φτερουγισμα του νου
πέντε τριαντάφυλλα στο αίμα βουτηγμένα

τι ν' απιθώσω απάνω σου
κύμμα μη σε πληγώσει
πρόσφυγας στο ακρόπρωρο
κι αφέντης στο τιμόνι
σκέπη από καραβόπανο
ο πρώτος θ αρματώσει
τούτη η μπούκλα που φυλω
στο θαλασσι σκαλώνει

καράβι απόκοσμο παλιο χωρις φωνη
κι η απόσταση απ τον ύφαλο σβησμένη
που σουλατσάρεις τώρα γιορτινη
σαν ανεμόμετρο που θύελλα περιμένει

θαλασσινο λιοντάρι του βυθου
που κολυμπάει μεσ' του ματιου τ ασπράδι
θα πυρπολίσω τις γαλέρες του εχθρου
που πολεμάει να κρυφτει μεσ' το σκοτάδι

τι να κεράσω τον καιρο
κρίμα μη σε προδώσει
ξέμπαρκος στο μεσόστεγο
και ναυαγός στη πρύμνη
ένα σωσίβιο έμεινε
και ποιον θα πρωτοσώσει
τούτη η μπούκλα που φυλω
της θάλασσας μ'αφήνει





Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

άνευ πορείας

έχω ανοιχτει σ'ωκεανο
αρχαίο ταξίδι μακρυνο
κι όμως καλα το ξέρω
με μεθυσμένα τα πανια
γουλια και στραβοτιμονια
σωπαίνω κι υποφέρω

μα εσυ σκυφτη στη κουπαστη
με μια φωνη που αν ακουστει
θα σπάσει το τιμόνι
λες το σπαθι σου κεραυνο
που κομματιάζει ένα βουνο
και άσπρο κύμμα υψώνει

ντυμένη η νύχτα στα μαβια
κι η θάλασσα στα μαύρα
τραβάω στο χάρτη μολυβια
να σημαδέψω τα στενα
πού'ν' τα φιλια σου λαύρα

κρεμάω στο άλμπουρο σχοινι
κι αναρωτιέμαι ποια ποινη
μ'έχει στιγματισμένο
ποια φυλακη από φωτια
σε ποιας γοργόνας τη ματια
μ'έχει σφιχτα δεμένο

μα εσυ, μιλας με τα πουλια
και ορμηνεύεις μια βραδια
σιγη του ασυρμάτου
μη και ζηλέψει ο πειρατης
ο Ήλιος ο αλχημιστης
και βγεις στο πέρασμά του

ντυμμένη η θάλασσα χρυσα
κι η νύχτα στο σεντόνι
ας τραγουδήσεις κι άλλη μια
στα κουρασμένα μου αυτια
κι ας σπάσει το τιμόνι!








.

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

performance

αγάπησες ποτε Φως;
πόθησες διαθλάσεις;
τροχιες διατόντων συνειρμων
αμφιβολίες
που λουφάζουν σε σκιες
κι ο προβολέας
να ψάχνει να στοχεύσει
έργο που γράφεται επι σκηνης
ο Ερωτας
χωρις κείμενα
χωρις καν συναίσθηση
κι η αίσθηση
της πολυδαίδαλης
υπόστασης
μια να σε τραβάει
μια να την τραβας
κι όσο αυτο το μαρτύριο του Σίσυφου
διαρκει στο πάλκο
κι όσο εναλλάσονται οι πρωταγωνιστες
μια ο ένας
μια ο άλλος
μια στη σκηνη
και μία θεατής
αυλαία θα πέσει
μονάχα αν
μαζι υποκλιθούμε
ή μαζι χειροκροτήσουμε...









.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

3


ένα άγγιγμα
κι η γλώσσα να κόβει
ξυράφι,
ακονισμένο στη λαδόπετρα της αντοχης
ένα κοίταγμα τολμηρο
σταθερο
σαν αρχαία κολώνα
να μετράει την απόσταση
σε φιλια
ένα φιλι πιο κοντα
δυο πιο πάνω
συνολικη απόσταση
3
χνούδι θυσάνων
κι απο κει
κατηφόρα
περίπλους
με τα μάτια καρφωμένα
στη θάλασσα
ταξίδι
κι η ανάσα
νυχτερινη συναυλία για δύο...











ρώτησες τι κοιτούσα;





.

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

πειράματα.... (φθινοπωρινα)



σώματα υγρα
δέντρα δίχως τα φύλλα
ο ήχος βροχης


γαλάζιο χρώμα
θάλασσα που θυμώνει
δελφίνι γκρίζο


κρασι και στάρι
φιλι μου φιλντισένιο
κλέβω αράδες


πλάθω ένα στίχο
μετράω τις συλλαβες
πάλι στο πέντε...


εντάξει...
δεν είναι κι άσχημα...
μην σου πω
ότι πάνε και μαζι...


Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

χάϊκου



το βλέμα σου
ζωγραφίζει με φως
χαμόγελο
αναβοσβύνει στο φεγγίτη




.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Προμηθέας δεσμώτης

καιόμενη βάτος η καρδια μου
που όλο φωτια την τυρρανάει
και κύμα τη λυτρώνει
που ανακατέβει τα βουνα
βάζει στον πόθο της πανια
στο άγνωστο τιμόνι

καμμένο φύλλο η καρδια μου
που στέκεται μπρος στο γκρεμο
και σάλτο δεν φοβάται
κι όλο μετράει το κενο
κάνει τον πόλεμο χορο
και στο βυθο κοιμάται

στάχτη και αίμα η καρδια μου
που πίνει χιόνι και κρασι
μεθάει με τραγούδι
λυγάει το χρόνο με φιλι
κι όταν κουράζεται πολυ
κάνει τ΄αγκάθι χνούδι

φωτια και λαύρα η καρδια μου
που στ’ ανοιχτα παράθυρα
στις τόσες καταιγίδες
σκορπιέται κι ανασταίνεται
στερεύει και ευφραίνεται
και τρέφεται μ’ ελπίδες

κάρβουνο άσπαστο η καρδια μου
που στο καστρί τ’ απόρθητο
στην έχω χαρισμένη
στ’ άβατο του ωκεανου
ν’ αντιπαλεύει με το νου
αιώνια δικασμένη







Αύγουστος πάντα με φωτιες...
πάω να τρυγήσω λίγο νύχτα...
.