της ψυχης

της ψυχης

Ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο....

ένα (ακόμη) υγρό ιστολόγιο, με υποβρύχιες ανησυχίες...

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

νίψον ανομήματα


λεκιάζει η νύχτα τα μάτια
κι έπειτα
το πρωί
επανέρχεται το σκοτάδι
στον επαϊοντα καθρέφτη
βυσσοδομεί το φως χωρίς έλεος
στην εταζέρα ένα μπουκάλι γεμάτο βότσαλα
ένα ξυράφι
σαπούνι
τα χέρια στην πορσελάνη
σε πρώτο πλάνο
ακούω τ' όνειρο, που δεν απόσωσε
κι ο νόστος του λέει:
-θα σε νηστέψω πάλι και σήμερα
ως το βράδυ
κι αύριο πρωί
θ' ακολουθήσω το νερό
που έμπλεο αμυχών
ξεπλένει αγόγγυστα
τις νυχτερινές μας συνήθειες...





Τρίτη 14 Απριλίου 2015

είπαμε...

είπαμε πως θα τ' αλλάζαμε όλα
τη ζωη
την κοινωνία
το χρόνο
ακόμη κι αυτη την Αγάπη
ότι θ' αλλάξουμε κυβερνήτες
τόπους
το φως
εικόνες
σχέδια
πορεία
στόχους
σχέσεις
υποσχέσεις
γεύσεις
μουσικες
παρέες
έρωτες
είπαμε πως όλα θα τ' αλλάξουμε
μα μέσα μας
τυρβάζει ακόμη η ίδια ψυχη
ενδεδυμένη τον τάχατες πορφυρό της μανδύα
σαν Ιφιγένεια εν Αυλίδι
σαν ανίερη απομίμηση μια ιδέας
σκονισμένη
κι απαράλλαχτη
να υπόσχεται ούριες ανάσες
κι έτσι ανήθελη
να καθρεφτίζει
σε έναν αλλόκοτο ενδοσκόπο
την αλήθεια
μιας οικιοθελους παράδοσης...


Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

παρά θίν' αλός

θυμάμαι τούτο
κείνο το βράδυ
που κοινώνησα το φιλί
πήρα γι αντίδωρο το δίχτυ
κι έγειρα να κοιμηθώ στην άμμο
αδογμάτιστος
παλεύανε οι λέξεις μου τη θάλασσα
κι επίχρισμά μου ο πνιγμός στα επιρρήματα
έπεα πτερόεντα
πότε;
τότε
κάποτε
τώρα;
ποιος θα μας σώσει
στη συναγωγή των νερών
σμάρι οι μέδουσες με τ' απαλό τους τ' άγγιγμα
και το φαρμάκι
και το μούδιασμα
κι η φλέβα, που επιστρέφει το γαλάζιο κολασμένο
όλο μου το αίμα
δε φτουράει να κλείσει τούτη κει τη μικρή χαραγματιά
στο μεσόστηθο
βλασφημω τον ήλιο που μ' αποκαθηλώνει
μεσημέριασε
κι η θάλασσα δεν μ' είχε σώσει...





Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

αντινομίες

ήθελα να σε καταπιώ
μα κρύφτηκες κάτω απ' τη γλώσσα μου
σαν υποψήφια γρατζουνιά
που ψάχνει τ' ανελέητο νύχι
γόνε παράνομε του πειρασμού και της πρόκλησης
Αδελφοφάδα του χεριού και του μυαλού

ήθελα να σε ξεχάσω
μα σφήνωσες στο λαβύρινθο του αυτιού μου
σαν Ερινύα άεργη
που αποζητάει τους Ευμενίδες
Μούσα αντίνομη της θλίψης και του πάθους
αθανασία του φιλιου και της πληγης

ήθελα να σε γκρεμίσω
μα γαντζώθηκες στα ταπεινά μου ένστικτα
σαν υποψήφια μετάφραση
που ψάχνει τ' ακλόνητο ρίζωμά της
κριπήδα άχραντη του μηδενός και του απείρου
παιδί της αφορμής και της αιτίας

ήθελα να σε ξορκίσω
μα ξάπλωσες εκούσια στο στήθος μου
σαν υποψήφιο σφάγιο
που αναζητά τελεσιουργία
πάνδημο Ιερό της γονιμότητας και του θανάτου
της λήθης και της μνήμης θέσφατο

ήθελα να σε σκοτώσω
μα ετελεύτησες ασύμμετρα στην δεξιά μου κοιλία
σαν επερχόμενο έμφραγμα
που διψάει μαρμαρυγή
κλεινόν άστυ του φόνου και της συγγνώμης
οίστρε του πολέμου και της ειρήνης

κι ήθελα να σε φτύσω στο χώμα
μα ήμουν, ήδη, ως το λαιμό, ικέτης,
καταμεσίς στ' απέραντο νερό της φύσης σου
σαν απαρέμφατο της θάλασσάς σου σκήνωμα
σαν ναυαγός ενάλιος
κι άχορδο τόξο της βροχής
άδοξος μα έγχρωμος
σπονδίζοντας τ' απομεινάρια
της ιερης σιωπης
στο ένδοξό σου λήμμα
σύντροφε της Αφροδίτης
γιε του Χάους και της Γαίας...